ἐπήτριμος

ἐπήτριμος
ἐπήτρῐμος, ον, ([etym.] ἤτριον) prop.
A woven to, closely woven: hence, generally, close, thronged, πυρσοί τε φλεγέθουσιν ἐπήτριμοι torch upon torch, Il.18.211; δράγματα . . ἐ. πῖπτον ἔραζε ib.552; λίην γὰρ πολλοὶ καὶ ἐπήτριμοι . . πίπτουσι too many one after another, 19.226, cf. A.R. 1.30, etc.: later in sg.,

κῦμα Q.S.14.248

;

ὄχλος Opp.C.3.382

: neut. pl. as Adv., ib.1.322, al.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • επήτριμος — ἐπήτριμος, ον (Α) 1. ο πυκνοϋφασμένος 2. γεν. πυκνός, ο ένας κοντά στον άλλο, αλλεπάλληλος («δράγματα ἐπήτριμα πῑπτον»). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ήτριον «στημόνι» + επίθημα ιμος] …   Dictionary of Greek

  • ἐπήτριμος — woven to masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπήτριμον — ἐπήτριμος woven to masc/fem acc sg ἐπήτριμος woven to neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπήτριμα — ἐπήτριμος woven to neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπήτριμοι — ἐπήτριμος woven to masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανεπήτριμος — ον, Α 1. πυκνότατα υφασμένος 2. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) πανεπήτριμα μτφ. (για το χιόνι) πέφτοντας πυκνότατα («ἑσπερίου ζεφύρου πανεπήτριμα χευαμένοιο», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἐπήτριμος «υφασμένος με πυκνό τρόπο»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”